- ἀρχιμάγειρος
- ἀρχιμάγειροςchief cookmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρχιμάγειρος — και μάγειρας, ο (AM ἀρχιμάγειρος) ο επικεφαλής των μαγείρων … Dictionary of Greek
ἀρχιμάγειρον — ἀρχιμάγειρος chief cook masc/fem acc sg ἀρχιμάγειρος chief cook neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιμαγείροις — ἀρχιμάγειρος chief cook masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιμαγείρου — ἀρχιμάγειρος chief cook masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιμαγείρων — ἀρχιμάγειρος chief cook masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιμαγείρῳ — ἀρχιμάγειρος chief cook masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
архимагер — старший повар , устар., церк., русск. цслав. (Григ. Наз., XI в.): аръхимагеръ из греч. ἀρχιμάγειρος – то же … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
архимагир — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = сущ. греч. ἀρχιμάγειρος начальник поваров,… … Словарь церковнославянского языка
архимагеръ — АРХИМАГЕР|Ъ (2*), А с. ἀρχιμάγειρος Должность при восточном дворе, главный повар, начальник телохранителей: архимагеръ навузарданъ. мечемь ѡ(т) хитрости прѣтѩше ѥму. и своимь ѡгне(м) распалѩе(м). паче же ѥже мнѣ оного чюдитісѩ ˫ако же и хотѩщю… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… … Dictionary of Greek